απένθητος

απένθητος
ος , ον неоплаканный; по которому не было траура

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απένθητος" в других словарях:

  • ἀπένθητος — unlamented masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απένθητος — η, ο 1. αυτός που δεν πένθησε, άλυπος: Ως την ώρα εκείνη ήταν απένθητος, δεν είχε χάσει κανένα δικό του. 2. αυτός για τον οποίο δεν πένθησε κανείς, δεν έκλαψε: Χάθηκε απένθητος στην ξενιτιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • απένθητος — η, ο (AM ἀπένθητος, ον) εκείνος τον οποίο δεν πένθησαν, δεν θρήνησαν αρχ. ο απενθής …   Dictionary of Greek

  • Γέρων βοῦς ἀπένθητος δόμοισι. — См. Выжми лимон, да и брось вон …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • ἀπένθητον — ἀπένθητος unlamented masc/fem acc sg ἀπένθητος unlamented neut nom/voc/acc sg ἀπέρχομαι go away aor subj act 3rd dual (doric) ἀπέρχομαι go away aor subj act 2nd dual (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενθήτοιο — ἀπένθητος unlamented masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενθήτοις — ἀπένθητος unlamented masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενθήτου — ἀπένθητος unlamented masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενθήτους — ἀπένθητος unlamented masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενθήτων — ἀπένθητος unlamented masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπενθήτῳ — ἀπένθητος unlamented masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»